φορόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φορόσημο | τα | φορόσημα |
γενική | του | φορόσημου & φοροσήμου |
των | φορόσημων & φοροσήμων |
αιτιατική | το | φορόσημο | τα | φορόσημα |
κλητική | φορόσημο | φορόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορόσημο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορόσημο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορόσημο
|