φτωχοφαμελιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτωχοφαμελιά | οι | φτωχοφαμελιές |
γενική | της | φτωχοφαμελιάς | των | φτωχοφαμελιών |
αιτιατική | τη | φτωχοφαμελιά | τις | φτωχοφαμελιές |
κλητική | φτωχοφαμελιά | φτωχοφαμελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φτωχοφαμελιά θηλυκό
- η οικογένεια που βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, που είναι φτωχή
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φτωχοφαμελιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φτωχο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)