φτωχοφαμελιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτωχοφαμελιά οι φτωχοφαμελιές
      γενική της φτωχοφαμελιάς των φτωχοφαμελιών
    αιτιατική τη φτωχοφαμελιά τις φτωχοφαμελιές
     κλητική φτωχοφαμελιά φτωχοφαμελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτωχοφαμελιά < φτωχο- + φαμελιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτωχοφαμελιά θηλυκό

  • η οικογένεια που βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, που είναι φτωχή

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]