φυγο-
(Ανακατεύθυνση από φυγ-)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυγο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυγο-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐γο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]φυγο- και φυγό-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αποφεύγεται αυτό που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φυγο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φυγό- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυγο-
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυγο- < φυγ-, συνοπτικό θέμα του φεύγω + -ο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]φυγο-, φυγό- και φυγ- πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αποφεύγεται ή δεν υπάρχει αυτό που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυγο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυγό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φυγ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- Λέξεις φυγο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Προθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)