φυτεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυτεύτρα | οι | φυτεύτρες |
γενική | της | φυτεύτρας | των | (φυτευτρών) |
αιτιατική | τη | φυτεύτρα | τις | φυτεύτρες |
κλητική | φυτεύτρα | φυτεύτρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτεύτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη φυτευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτεύτρα
|