φυτοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτοθεραπεία < φυτο- + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοθεραπεία θηλυκό
- (εναλλακτική ιατρική) θεραπεία με χρήση φυτικών παραγώγων / σκευασμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοθεραπεία
|