φωνοφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνοφοβία οι φωνοφοβίες
      γενική της φωνοφοβίας των φωνοφοβιών
    αιτιατική τη φωνοφοβία τις φωνοφοβίες
     κλητική φωνοφοβία φωνοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωνοφοβία < φωνή + φοβία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωνοφοβία θηλυκό

  • παθολογικός φόβος να μιλάει κάποιος μεγαλόφωνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]