φωνοφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνοφοβία θηλυκό
- παθολογικός φόβος να μιλάει κάποιος μεγαλόφωνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνοφοβία
|