χαριτολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαριτολογία < χαριτολογώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαριτολογία θηλυκό
- το ευφυολόγημα, η εξυπνάδα, ο λόγος που διανθίζεται με αστεία (όχι ξεκαρδιστικά, αλλά που ίσως σε κάνουν να χαμογελάς)
- Δεν αφήνετε τώρα τις χαριτολογίες να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τον ΕΝΦΙΑ;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαριτολογία
|