χαροποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαροποίηση | οι | χαροποιήσεις |
γενική | της | χαροποίησης* | των | χαροποιήσεων |
αιτιατική | τη | χαροποίηση | τις | χαροποιήσεις |
κλητική | χαροποίηση | χαροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαροποίηση < χαροποιώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαροποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαροποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαροποίηση
|