Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαρτοκιβώτιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτοκιβώτιο τα χαρτοκιβώτια
      γενική του χαρτοκιβώτιου
& χαρτοκιβωτίου
των χαρτοκιβώτιων
& χαρτοκιβωτίων
    αιτιατική το χαρτοκιβώτιο τα χαρτοκιβώτια
     κλητική χαρτοκιβώτιο χαρτοκιβώτια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαρτοκιβώτιο < χαρτί +κιβώτιο
άδεια χαρτοκιβώτια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαρτοκιβώτιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]