χαρτοκιβώτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρτοκιβώτιο | τα | χαρτοκιβώτια |
γενική | του | χαρτοκιβώτιου & χαρτοκιβωτίου |
των | χαρτοκιβώτιων & χαρτοκιβωτίων |
αιτιατική | το | χαρτοκιβώτιο | τα | χαρτοκιβώτια |
κλητική | χαρτοκιβώτιο | χαρτοκιβώτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτοκιβώτιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρτοκιβώτιο