χειράμαξα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειράμαξα < ελληνιστική κοινή χειράμαξα[1] < αρχαία ελληνική χείρ + ἅμαξα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειράμαξα θηλυκό
- είδος άμαξας ή καρότσας που την σπρώχνουν με τα χέρια, για την μεταφορά ανθρώπων, αντικειμένων, υλικών κ.λπ.
- το καρότσι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ↑ χειράμαξα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.