χημειομετρία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χημειομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chimiométrie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chemometrics[1] < ελληνιστική κοινή χυμεία < αρχαία ελληνική χύμα < χέω (με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία) + μέτρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χημειομετρία θηλυκό
- (χημεία) επιστημονικός κλάδος που χρησιμοποιεί μαθηματικές και στατιστικές μεθόδους για την ανάλυση και ερμηνεία δεδομένων που προέρχονται από χημικές μετρήσεις, με στόχο την εξαγωγή χρήσιμων πληροφοριών από πολύπλοκα δεδομένα και τη βελτιστοποίηση χημικών διαδικασιών για την ανάπτυξη νέων υλικών και φαρμάκων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Chemometrics στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χημειομετρία
Αναφορές
[επεξεργασία]- 1 2 χημειομετρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)