χουντίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χουντίτης οι χουντίτες
      γενική του χουντίτη των χουντιτών
    αιτιατική τον χουντίτη τους χουντίτες
     κλητική χουντίτη χουντίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χουντίτης < αγγλική huntite < αγγλική Hunt, το επώνυμο του Walter Frederick Hunt (1882–1975), καθηγητή Πετρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, παλαιού καθηγητή του αμερικανού ορυκτολόγου George Faust, που ανακάλυψε το ορυκτό αυτό.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χουντίτης αρσενικό

  • (ορυκτολογία) ανθρακικό ορυκτό με χημικό τύπο Mg3Ca(CO3)4, παλαιότερα σε χρήση λευκών χρωμάτων και σήμερα σε μείγμα με υδρομαγνησίτη σε επιβραδυντικά φωτιάς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]