χρίβνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρίβνια οι χρίβνιες
      γενική της χρίβνιας των χριβνιών
    αιτιατική τη χρίβνια τις χρίβνιες
     κλητική χρίβνια χρίβνιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρίβνια < ρωσική гривна

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρίβνια θηλυκό (αναφέρεται και ως ουδέτερο, άκλιτο)

  • (νόμισμα) της Ουκρανίας
    ※  Ουκρανία: Κυκλοφόρησε νέο συλλεκτικό χαρτονόμισμα των 20 χρίβνια για την πρώτη επέτειο της ρωσικής εισβολής (εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 23.02.2023 [1])

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]