χρηματομεσίτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρηματομεσίτρια < χρηματομεσίτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρηματομεσίτρια θηλυκό
- (επάγγελμα, οικονομία) θηλυκό του χρηματομεσίτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρηματομεσίτρια
|