χωροτάκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωροτάκτης < χωροταξία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωροτάκτης ουδέτερο
- που ασχολείται με τη χωροταξία
- ※ Εδώ στεγάζονται οι πολυτεχνειακές σχολές, απ’ όπου θα αποφοιτήσουν οι αυριανοί χωροτάκτες και οι αρχιτέκτονες. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωροτάκτης
|