ψιττακίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιττακίαση | οι | ψιττακιάσεις |
γενική | της | ψιττακίασης* | των | ψιττακιάσεων |
αιτιατική | την | ψιττακίαση | τις | ψιττακιάσεις |
κλητική | ψιττακίαση | ψιττακιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψιττακιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιττακίαση < ψιττακ(ός) + -ίασις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιττακίαση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του ψιττάκωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιττακίαση
→ δείτε τη λέξη ψιττάκωση |