ψυχοσώστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοσώστρα < ψυχοσώστης + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοσώστρα θηλυκό
- θηλυκό του ψυχοσώστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοσώστρα
|