ωκεάνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ceˈa.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐κε‐ά‐νι‐α
- τονικό παρώνυμο: Ωκεανία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ωκεάνια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωκεάνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωκεάνιος