ωοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωοσκόπηση | οι | ωοσκοπήσεις |
γενική | της | ωοσκόπησης* | των | ωοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | ωοσκόπηση | τις | ωοσκοπήσεις |
κλητική | ωοσκόπηση | ωοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωοσκόπηση θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ᾠοσκόπηση
Πηγές
[επεξεργασία]- ωοσκόπηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ωοσκόπηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ωοσκόπηση
|