-σκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -σκόπηση οι -σκοπήσεις
      γενική της -σκόπησης* των -σκοπήσεων
    αιτιατική τη(ν) -σκόπηση τις -σκοπήσεις
     κλητική -σκόπηση -σκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, -σκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-σκόπηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σκόπησις < -σκοπῶ και (λόγιο δάνειο) γαλλική -scopie[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsko.pi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -σκό‐πη‐ση

Επίθημα[επεξεργασία]

-σκόπηση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • -σκόπησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)