Μετάβαση στο περιεχόμενο

βιντεοσκόπηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιντεοσκόπηση οι βιντεοσκοπήσεις
      γενική της βιντεοσκόπησης* των βιντεοσκοπήσεων
    αιτιατική τη βιντεοσκόπηση τις βιντεοσκοπήσεις
     κλητική βιντεοσκόπηση βιντεοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιντεοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιντεοσκόπηση < βιντεοσκοπ(ώ) + -ηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιντεοσκόπηση θηλυκό

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]
  • αλληλουχική οπτικογραφία, σειραϊκή οπτικογραφία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]