ωστενίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωστενίτης οι ωστενίτες
      γενική του ωστενίτη των ωστενιτών
    αιτιατική τον ωστενίτη τους ωστενίτες
     κλητική ωστενίτη ωστενίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωστενίτης < austenite

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωστενίτης αρσενικό

  • αλλοτροπική μορφή του σιδήρου που κρυσταλλώνεται στο εδροκεντρωμένο κυβικό σύστημα. Αν ο σίδηρος είναι καθαρός, ο ωστενίτης είναι σταθερός από τους 912 έως τους 1394°C. Αν είναι κραματωμένος με άλλα στοιχεία, η θερμοκρασία στην οποία είναι σταθερός μεταβάλλεται

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]