ωτοβελονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωτοβελονισμός < ωτο- + βελονισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωτοβελονισμός θηλυκό
- (ιατρική) η ωτοθεραπεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωτοβελονισμός
|