ωόσφαιρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωόσφαιρα οι ωόσφαιρες
      γενική της ωόσφαιρας των ωοσφαιρών
    αιτιατική την ωόσφαιρα τις ωόσφαιρες
     κλητική ωόσφαιρα ωόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωόσφαιρα < ωόν + σφαίρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωόσφαιρα θηλυκό

παλιότερα ονομαζόταν ωόσφαιρα η πρώτη φάση ωρίμανσης του γονιμοποιημένου ωαρίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]