ἀρτίαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ἀρτίαλ
      γενική τῶν ἀρτιάλων
      δοτική τοῖς ἀρτιάλοις
    αιτιατική τὰ ἀρτίαλ
     κλητική ! ἀρτίαλ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀρτίαλα < αβέβαιης ετυμολογίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀρτίαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό αιολικός τύπος  (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]