Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἅπτω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἅπτω < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ap- (αγγίζω). Κατ' άλλη εκδοχή ... Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ἅπτω

  1. ανάβω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 52
    ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀιστοὺς περιθέντες ἅψειαν
    έβαζαν φωτιά στα στουπιά που είχαν τυλίξει στα βέλη τους
  2. προσάπτω, συνάπτω, συνδέω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 408
    ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός
    έδεσε στα δύο άκρα <του τόξου> το ελαστικό έντερο του πρόβατου
      6ος/5ος αιώνας πκε Αισχύλος, Ευμενίδες, 307
    ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν (ας μπούμε στο χορό)
      5ος αιώνας πκε Ευριπίδης, Ελένη, 136
    φασίν, βρόχῳ γ᾽ ἅψασαν εὐγενῆ δέρην
    (λένε <πως αυτοκτόνησε> περνώντας μια θηλιά στο απαλό της λαιμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]