ἁψίκορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αψίκορος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἁψίκορος τὸ ἁψίκορον
      γενική τοῦ/τῆς ἁψικόρου τοῦ ἁψικόρου
      δοτική τῷ/τῇ ἁψικόρ τῷ ἁψικόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἁψίκορον τὸ ἁψίκορον
     κλητική ! ἁψίκορε ἁψίκορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἁψίκοροι τὰ ἁψίκορ
      γενική τῶν ἁψικόρων τῶν ἁψικόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἁψικόροις τοῖς ἁψικόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἁψικόρους τὰ ἁψίκορ
     κλητική ! ἁψίκοροι ἁψίκορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁψικόρω τὼ ἁψικόρω
      γεν-δοτ τοῖν ἁψικόροιν τοῖν ἁψικόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁψίκορος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἁψίκορος, -ος, -ον

  1. που χορταίνει γρήγορα
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Ρητορική/2, 1389a
    Οἱ μὲν οὖν νέοι τὰ ἤθη εἰσὶν ἐπιθυμητικοί, καὶ οἷοι ποιεῖν ὧν ἂν ἐπιθυμήσωσι. καὶ τῶν περὶ τὸ σῶμα ἐπιθυμιῶν μάλιστα ἀκολουθητικοί εἰσι τῇ περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ ἀκρατεῖς ταύτης, εὐμετάβολοι δὲ καὶ ἁψίκοροι πρὸς τὰς ἐπιθυμίας, καὶ σφόδρα μὲν ἐπιθυμοῦσι ταχέως δὲ παύονται·
    Οι νέοι λοιπόν —για να μιλήσουμε για τα επιμέρους στοιχεία του χαρακτήρα τους— έχουν έντονες επιθυμίες και είναι άξιοι να κάνουν αυτά που επιθυμούν. Από τις επιθυμίες που σχετίζονται με το σώμα κυνηγούν κατά κύριο λόγο την ερωτική, και δεν έχουν τη δύναμη να ελέγξουν τον εαυτό τους ενσχέσει με αυτήν. Αλλάζουν εύκολα επιθυμίες και τις χορταίνουν γρήγορα: οι επιθυμίες τους είναι σφοδρές, ξεθυμαίνουν όμως γρήγορα·
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Ἐρωτικός, 16 @scaife.perseus
    οὕτως ἀσθενὴς καὶ ἁψίκορός ἐστιν ἡ τῆς Ἀφροδίτης χάρις,
  2. ευμετάβλητος, άστατος
    ※  1ος↓ αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 3.79, @scaife.perseus
    Εἰσὶ δέ τινες περὶ τὰς ὁμιλίας ἁψίκοροι, γυναικομανεῖς ἐν ταὐτῷ καὶ μισογύναιοι,
  3. εύθικτος, ευερέθιστος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]