προσάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσάπτω < αρχαία ελληνική προσάπτω < πρός + ἅπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσάπτω

  1. προσαρμόζω, προσδένω
  2. (μεταφορικά) ρίχνω σε κάποιον τις ευθύνες μιας ενέργειας, λογαριάζω κάτι σε βάρος άλλου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]