εγκαλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκαλώ < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐγκαλῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἐγκαλέω < ἐν + καλέω / καλῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡaˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκα‐λώ
- παλαιός συλλαβισμός : εγ‐κα‐λώ
Ρήμα[επεξεργασία]
εγκαλώ, πρτ.: εγκαλούσα, αόρ.: εκγάλεσα, παθ.φωνή: εγκαλούμαι, π.αόρ.: εγκλήθηκα
- (νομική) ζητώ (με καταγγελία) από αρμόδια αρχή (εισαγγελία, αστυνομία, λιμενικό κ.λπ.) την ποινική δίωξη κάποιου, που έκανε εις βάρος μου αξιόποινη πράξη η οποία δεν διώκεται αυτεπαγγέλτως
- (κατ’ επέκταση) κατηγορώ, καταγγέλλω
[επεξεργασία]
- ανέγκλητος
- ανεγκλήτως
- έγκληση
- εγκαλούμενος (λόγια μετοχή)
- εγκαλών (λόγια μετοχή)
→ και δείτε τις λέξεις εν και καλώ
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «εγκαλώ» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.