εγκαλούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκαλούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος εγκαλούμαι < εγκαλώ < ἐγκαλῶ < ἐγκαλέω
Μετοχή
[επεξεργασία]εγκαλούμενος, εγκαλούμενη και εγκαλουμένη, εγκαλούμενο
- που εγκαλείται για κάτι, που καταγγέλλεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκαλούμενος
|