καθάπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθάπτομαι < αρχαία ελληνική καθάπτομαι, παθητική φωνή του ρήματος καθάπτω < καθ- + ἅπτω (αγγίζω)[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

καθάπτομαι (μόνο στον ενεστώτα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)