ἁφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἁφή | αἱ | ἁφαί |
γενική | τῆς | ἁφῆς | τῶν | ἁφῶν |
δοτική | τῇ | ἁφῇ | ταῖς | ἁφαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἁφήν | τὰς | ἁφᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἁφή | ἁφαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁφᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁφαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἁφή, -ῆς θηλυκό
- το άγγιγμα
- η ενέργεια με την οποία ανάβω κάτι
- ↪ περὶ λύχνων ἁφάς: την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια
- η άμμος που έριχναν στα κορμιά των αθλητών της πάλης
- ιατρική, για ασθένειες, ιδιαίτερα για τη λέπρα) η μόλυνση
- (ανατομία) η άρθρωση
- (μαθηματικά) τα κοινά σημεία δύο επιφανειών, η τομή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἀφή (ιωνικός τύπος )
[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ἀναφής
→ και δείτε τη λέξη ἅπτω
Πηγές[επεξεργασία]
- ἁφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Μαθηματικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)