Ἀσβεστοχώριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἀσβεστοχώριον | ||||||
γενική | τοῦ | Ἀσβεστοχωρίου | ||||||
δοτική | τῷ | Ἀσβεστοχωρίῳ | ||||||
αιτιατική | τὸ | Ἀσβεστοχώριον | ||||||
κλητική ὦ! | Ἀσβεστοχώριον | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἀσβεστοχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το Ασβεστοχώρι με συνθετικό -χώριον