Achse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Achse | die Achsen |
γενική | der Achse | der Achsen |
δοτική | der Achse | den Achsen |
αιτιατική | die Achse | die Achsen |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Achse (de) θηλυκό