Amerikaner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Amerikaner | die | Amerikaner |
γενική | des | Amerikaners | der | Amerikaner |
δοτική | dem | Amerikaner | den | Amerikanern |
αιτιατική | den | Amerikaner | die | Amerikaner |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Amerikaner (de) αρσενικό (θηλυκό Amerikanerin)