Beleuchtung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Beleuchtung | die | Beleuchtungen |
γενική | der | Beleuchtung | der | Beleuchtungen |
δοτική | der | Beleuchtung | den | Beleuchtungen |
αιτιατική | die | Beleuchtung | die | Beleuchtungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Beleuchtung (de) θηλυκό
- ο φωτισμός