Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das E-Mail | die E-Mails |
γενική | des E-Mails | der E-Mails |
δοτική | dem E-Mail | den E-Mails |
αιτιατική | das E-Mail | die E-Mails |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die E-Mail | die E-Mails |
γενική | der E-Mail | der E-Mails |
δοτική | der E-Mail | den E-Mails |
αιτιατική | die E-Mail | die E-Mails |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
E-Mail (de) θηλυκό ή ουδέτερο