Echo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Echo | die Echos |
γενική | des Echos | der Echos |
δοτική | dem Echo | den Echos |
αιτιατική | das Echo | die Echos |
Echo (de) ουδέτερο