Erfahrung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Erfahrung | die | Erfahrungen |
γενική | der | Erfahrung | der | Erfahrungen |
δοτική | der | Erfahrung | den | Erfahrungen |
αιτιατική | die | Erfahrung | die | Erfahrungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Erfahrung (de) θηλυκό
- η εμπειρία