Ernährung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ernährung | die | Ernährungen |
γενική | der | Ernährung | der | Ernährungen |
δοτική | der | Ernährung | den | Ernährungen |
αιτιατική | die | Ernährung | die | Ernährungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ernährung (de) θηλυκό
- η διατροφή