Formalität
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Formalität | die | Formalitäten |
γενική | der | Formalität | der | Formalitäten |
δοτική | der | Formalität | den | Formalitäten |
αιτιατική | die | Formalität | die | Formalitäten |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Formalität (de) θηλυκό
- τυπικότητα, τυπική διαδικασία