IMO
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
IMO (en) αρκτικόλεξο
- (διαδικτυακή αργκό) κατά την άποψή (γνώμη) μου
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
σε άλλες γλώσσες:
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
IMO (en)
- (ναυτικός όρος) Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός: ειδικός όργανο των Ηνωμένων Εθνών αρμόδιο για τη ρύθμιση της ναυτιλίας