Israeli

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
Israeli Israelis

Επίθετο

[επεξεργασία]

Israeli (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Israeli (en)

  1. (εθνικό όνομα) Ισραηλινός, Ισραηλινή



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Israeli (de)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Israeli < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Israeli αρσενικό ή θηλυκό

  • Pamukkale GCRIS Veritabanı (Pamukkale GCRIS Database), gcris.pau.edu.tr, Browsing by Author