Ladung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Ladung | die Ladungen |
γενική | der Ladung | der Ladungen |
δοτική | der Ladung | den Ladungen |
αιτιατική | die Ladung | die Ladungen |
Ladung (de) θηλυκό