Männer
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]Männer (de) αρσενικό
- ονομαστική, γενική και αιτιατική πληθυντικού του Mann
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Männer < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Männer αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Männer < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Männer αρσενικό ή θηλυκό