Mann

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Mann die Männer
Mannen*
γενική des Mannes
Manns
der Männer 
Mannen*
δοτική dem Mann
Manne
den Männern 
Mannen*
αιτιατική den Mann die Männer 
Mannen*
* Μόνο για τον ορισμό 4.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Mann < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική man < παλαιά άνω γερμανική man [1] < πρωτογερμανική *mann- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mon- [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /man/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Mann (de) αρσενικό

  1. ο άντρας
    Mein Bruder ist ein sehr gebildeter Mann.
    Ο αδελφός μου είναι ένας πολύ μορφωμένος άντρας.
     αντώνυμα: Frau
  2. (οικογένεια) ο σύζυγος
    Ich war mit meinem Mann auf einer Reise.
    Πήγα σε ένα ταξίδι με τον άντρα μου.
     συνώνυμα: Ehemann, Gatte
  3. (μόνο στον ενικό, με τη χρήση αριθμητικών) ο άνθρωπος, σαν μονάδα μέτρησης πλήθους
    Eine 10.000 Mann starke Armee marschiert nach Süden.
    Ένας στρατός 10.000 αντρών βαδίζει προς τον νότο.
  4. (μόνο στον πληθυντικό) ακόλουθοι, υπήκοοι
    Der König und seine Mannen.
    Ο βασιλιάς και οι άντρες του.
  5. (μόνο στον ενικό, οικείο, προφορικό) ως επιφώνημα έκπληξης ή θυμού
    Mann, bist du ein Idiot?
    Ρε, είσαι ήλιθιος;

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Mann στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Mann - Duden online.
  2. Mann - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).