Mann
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Mann | die Männer |
γενική | des Mannes | der Männer |
δοτική | dem Mann(e) | den Männern |
αιτιατική | den Mann | die Männer |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mann (de) (πληθυντικός Männer) αρσενικό