Missachtung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Missachtung | die | Missachtungen |
γενική | der | Missachtung | der | Missachtungen |
δοτική | der | Missachtung | den | Missachtungen |
αιτιατική | die | Missachtung | die | Missachtungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Missachtung (de) θηλυκό