Nationalität
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Nationalität | die | Nationalitäten |
γενική | der | Nationalität | der | Nationalitäten |
δοτική | der | Nationalität | den | Nationalitäten |
αιτιατική | die | Nationalität | die | Nationalitäten |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Nationalität (de) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη national