Netz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: netz

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Netz (de) ουδέτερο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Netz (de) ουδέτερο

  1. το δίκτυο (ηλεκτροδότησης, υπολογιστών κτλ)
     συνώνυμα: (πληροφορική) Netzwerk
  2. (αλιεία) το δίχτυ ψαρέματος
     συνώνυμα: Fischernetz
  3. ο ιστός της αράχνης