Regierung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Regierung | die | Regierungen |
γενική | der | Regierung | der | Regierungen |
δοτική | der | Regierung | den | Regierungen |
αιτιατική | die | Regierung | die | Regierungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Regierung (de) θηλυκό